- υποσταθμός
- ο подстанция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποσταθμός — και υπόσταθμος, ο, Ν 1. δευτερεύων σταθμός που υπάγεται σε άλλον, κεντρικό 2. τεχνολ. σύνολο από συσκευές μετασχηματισμού και διανομής τής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε κτίσμα ή στο ύπαιθρο και χρησιμοποιούνται για την… … Dictionary of Greek
υποσταθμός — ο δεύτερης σημασίας σταθμός που υπάγεται σε άλλον κεντρικό: Υποσταθμός της ΔΕΗ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)